- πάρος
- Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου-Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και άλλους μικρότερους, αποτελεί αντίθεση με τις άλλες Κυκλάδες, που έχουν σχεδόν πάντα απόκρημνες και αφιλόξενες ακτές. Γυμνά βουνά τη διασχίζουν από τα Β προς τα Ν, με ψηλότερες κορφές τον Προφήτη Ηλία (750 μ.) και τη Μάρπησσα (730 μ.). Μικρά και μεγαλύτερα νησιά δημιουργούν κύκλο γύρω της: το Δεσποτικό (η αρχαία Πρεπέσινθος) και η Αντίπαρος (η αρχαία Ωλίαρος) στα Δ, που πάντα είχε στενή σχέση με την Πάρο, το Πατερονήσι, οι Πόρτες και το νησί του Αγίου Σπυρίδωνα μπροστά στον κόλπο της Παροικιάς, το νησί του Οικονομάκου και άλλα μικρότερα στον κόλπο της Νάουσας και τα νησιά Δρυονήσι, Μακρονήσι και Γλαροπόδα μπροστά στον κόλπο του Δρυού. Το όνομά της, που διατηρείται αναλλοίωτο στους αιώνες, η Π. το οφείλει στον Πάρο, γιο του Παρράσιου, που αποίκισε το νησί στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ.
Πρωτεύουσα της Π. είναι ο ομώνυμος παράλιος δήμος. Ο δήμος Πάρου, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, περιλαμβάνει και άλλους 6 κοινότητες. Συγκεκριμένα: Αγκαιριάς, Αρχιλόχου, Κώστου, Λευκών, Μαρπήσσας και Ναούσας.
Η εκτεταμένη σχετικά και πλούσια καλλιεργήσιμη γη και οι κλιματικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη της αμπελουργίας. Περίφημα από την αρχαιότητα ήταν τα σύκα της Πάρου (με νοσταλγία τα θυμάται ο Αρχίλοχος στη Θάσο: «έα Πάρον και σύκα’κείνα και θαλάσσιον βίον»). Αλλά το πιο σπουδαίο προϊόν του νησιού είναι το μάρμαρο, το περίφημο λευκόκοκκο παριανό μάρμαρο, ο λυχνίτης (στη Μάρπησσα σώζονται ακόμα οι στοές), το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε όλο τον τότε γνωστό αρχαίο κόσμο για την οικοδόμηση ναών και άλλων δημόσιων κτιρίων και για την κατασκευή αγαλμάτων. Μάρμαρα από την Π., μεταφερμένα από Φοίνικες, χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση του ναού του Σολομώντα, καθώς γνωρίζουμε από την Παλαιά Διαθήκη, ενώ ο Πλίνιος, μάλλον όχι σωστά, αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν και στην κατασκευή του ναού-τάφου του Αμενεμχέτ Γ΄στην Αίγυπτο. Πολλά από τα σωζόμενα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης είναι κατασκευασμένα από παριανό μάρμαρο. Η φυσική ομορφιά του νησιού, οι αρχαιολογικοί χώροι, οι βυζαντινές εκκλησίες και τα ρομαντικά δρομάκια των οικισμών του νησιού αποτέλεσαν τα βασικά στοιχεία ανάπτυξης της τουριστικής οικονομίας της Πάρου. Έτσι ο τουρισμός αποτελεί έναν σημαντικό τομέα της οικονομίας του νησιού.
Ιστορία.– Πρώτοι κάτοικοι του νησιού, κατά την παράδοση, ήταν οι Κρήτες με τον Αλκαίο. Οι μύθοι δείχνουν ότι υπήρχε στενή σχέση με τη μινωική Κρήτη. Στην Π. βρισκόταν ο Mίνως, θυσιάζοντας στις Χάριτες, όταν πληροφορήθηκε τον φόνο του γιου του Ανδρόγεω στην Αθήνα, και, όπως λέει η παράδοση, δεν σταμάτησε τη θυσία, αλλά αφαίρεσε μόνο από το κεφάλι του το εορταστικό στεφάνι και πέταξε τον αυλό. Γι’ αυτό και οι Πάριοι συνήθιζαν να θυσιάζουν αργότερα στις Χάριτες χωρίς στεφάνι και αυλό. Για τον φόνο του Ανδρόγεω οι Αθηναίοι τιμωρήθηκαν να πληρώσουν τον φόρο του αίματος (7 νέους και 7 νέες στον Μινώταυρο). Στη Π. επίσης σκότωσε ο Ηρακλής τους γιους του Μίνωα Ευρυμέδοντα, Χρύσο, Νηφαλίωνα, Φιλόλαο, και από κει πήρε μαζί του στη Μυσία άλλους δύο, τον Σθένελο και τον Αλκαίο.
Στις αρχές της πρώτης χιλιετίας, ομάδα Aρκάδων με αρχηγό τον Πάρο, γιο του Παρρασίου, αποίκισε το νησί. Λίγο αργότερα, κατέφθασαν οι Ίωνες με τον Κλύτιο και τον Μέλα. Με την εγκατάσταση των Ιώνων άρχισε μια εποχή πλούτου και ακμής. Το μεγαλύτερο κέντρο ήταν η ομώνυμη πόλη, στον κόλπο της Παροικιάς, περιτειχισμένη με ισχυρό τείχος. Δύο λιμάνια, από τα οποία το ένα κλειστό, βοηθούσαν στην επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο γεωργικός πλούτος, η αύξηση του πληθυσμού και το εμπόριο οδήγησαν σε κοινωνικές αναταραχές στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. Οι δημοκρατικοί, με τον πατέρα του Αρχιλόχου Τελεσικλή, αναγκάστηκαν να φύγουν για τη Θάσο, όπου ίδρυσαν την κατοπινή πλούσια αποικία (680 π.Χ.). Σπουδαίο ρόλο στους πολιτικούς αγώνες διαδραμάτισε ο ποιητής Αρχίλοχος, που με τους Ιάμβους του επετέθη εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων. Στο τέλος όμως αναγκάστηκε κι ο ίδιος να ακολουθήσει τους αποίκους στις βόρειες θρακικές ακτές, όπου, με σκληρούς αγώνες εναντίον των ιθαγενών, κατάφεραν να ιδρύσουν ολόκληρη σειρά αποικιών. Στις συγκρούσεις με τους Σαΐους και τα άλλα θρακικά φύλα και στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρώτοι άποικοι, αναφέρονται αποσπάσματα από τα έργα του Αρχιλόχου. Πάριοι και Θάσιοι ίδρυσαν τότε τη Νεάπολη, στη θέση της σημερινής Καβάλας, στα μέσα του αι. 7ου π.Χ., και σιγά σιγά τις άλλες πόλεις –Οισύμη, Δάτον, Στρύμη, Γαληψό– στην ακτή που ονομάστηκε Περαία των Θασίων. Οι Πάριοι διαδραμάτισαν επίσης πρωτεύοντα ρόλο στην ίδρυση του Παρίου στον Ελλήσποντο. Πάριοι πάλι, πολύ αργότερα όμως (385 π.Χ.), αποίκισαν το νησί Φάρο στα παράλια της Ιλλυρίας.
Σε αυτή την εποχή η Πάρος είχε κύρος και οι κάτοικοί της θεωρούνταν δίκαιοι, γι’ αυτό και πολλές πόλεις τούς καλούσαν ως διαιτητές (καταρτιστήρες) στις διαμάχες τους με γείτονες. Σε τέτοια περίπτωση, γύρω στο 650 π.Χ., σε διαμάχη Ανδρίων και Χαλκιδέων για την Άκανθο, ενώ οι άλλοι διαιτητές, Ερυθραίοι και Σάμιοι, δικαίωναν τους Ανδρίους, οι Πάριοι έδωσαν δίκιο στους Χαλκιδείς. Γι’ αυτό οι Άνδριοι «αράς έθεντο κατ’ αυτών: μήτε δούναι γυναίκα Παρίοις, μήτε λαβείν παρ’ αυτών» (το περίεργο είναι ότι ακόμα σήμερα στην Άνδρο υπάρχει το δίστιχο: «Μα δε θέλω από την Πάρο μήτε κότα για να πάρω, μήτ’ αβγό μήτε κορκό μήτε πράμα θηλυκό»). Γύρω στα 600 π.Χ. η Π. άρχισε να κόβει νομίσματα. Η ανάπτυξή της την οδήγησε σε σύγκρουση με τη γειτονική Νάξο. Οι μεταξύ τους πόλεμοι κάλυψαν μεγάλο μέρος του 7ου αι. π.Χ. Σε έναν απ’ αυτούς σκοτώθηκε ο Αρχίλοχος από κάποιον Καλλώνδα, γιο του Κόρακα, που, για να εξιλεωθεί, επειδή είχε σκοτώσει τον «Μουσάων θεράποντα», τον έστειλε η Πυθία στο Ψυχοπομπείο του Ταινάρου.
Στην πρώτη εκστρατεία των Περσών, την Π. την κυβερνούσαν οι αριστοκρατικοί. Ήταν πολύ φυσικό λοιπόν που η Π. μήδισε. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα όμως και τη νίκη των ελληνικών δυνάμεων, οι Αθηναίοι με τον Μιλτιάδη αποφάσισαν να τιμωρήσουν το νησί. Παρά τις μεγάλες προετοιμασίες και τον στόλο των 70 πλοίων όμως, η εκστρατεία απέτυχε και ο Μιλτιάδης, μετά από πολιορκία 26 ημερών, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα άπρακτος. Οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν τότε για προδοσία και ο Μιλτιάδης καταδικάστηκε σε πρόστιμο 50 ταλάντων και πέθανε στη φυλακή από το τραύμα που είχε δεχτεί στην Πάρο. Μετά τη μάχη της Μυκάλης (479 π.Χ.), ο Θεμιστοκλής κατάφερε να εξοντώσει με σκληρά μέτρα τη φιλοπερσική αριστοκρατία και να φέρει την Π. στην A’ Αθηναϊκή συμμαχία. Στις αναγραφές των φόρων αναφέρεται ότι η Π. πλήρωνε 16 τάλαντα το 450 π.Χ. Από τότε η Π. ακολουθεί την τύχη των συμμάχων της Αθηναϊκής συμμαχίας. Η ήττα της Αθήνας στα 404 π.Χ. έθεσε το νησί υπό σπαρτιατική κατοχή, ενώ αργότερα (378 π.Χ.), με την ανασύσταση της αθηναϊκής ηγεμονίας, βρέθηκε ξανά υπό αθηναϊκή κυριαρχία. Λίγα χρόνια αργότερα όμως η πίεση των Αθηναίων οδήγησε τους Πάριους και τους Χίους στην αποστασία (357 π.Χ.). Η συνεργασία και οι στενές σχέσεις ανάμεσα στα δύο νησιά κράτησε πολύ καιρό. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και την εμφάνιση νέων μεγάλων δυνάμεων στον ελληνικό χώρο, η Π. έχασε τη σημαντική της θέση και μαζί με τα άλλα νησιά του Αιγαίου πέρασε διαδοχικά στην κυριαρχία του κάθε νικητή. Έτσι κύριοι του νησιού έγιναν οι Μακεδόνες, οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου, ο Μιθριδάτης, ο βασιλιάς του Πόντου και αργότερα οι Ρωμαίοι. Με το χωρισμό του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό, η Π., καθώς και όλες οι Κυκλάδες, πέρασαν στην κυριαρχία του πρώτου, που σιγά σιγά μεταβλήθηκε στην κατοπινή βυζαντινή αυτοκρατορία. Με τις επιδρομές και τους πολέμους των πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας, η Π. ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ και σχεδόν ερημώθηκε.
Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στο νησί, όπως μαρτυρούν τα λείψανα των μνημείων και τα σύμβολα που βρέθηκαν. Tον 10o αι. η ερήμωση του νησιού από τις καταστροφές και την πειρατεία είχε πάρει τέτοια έκταση, που ο Συμεών ο Μεταφραστής στην επίσκεψή του βρήκε στο νησί παντού δάση και άφθονο κυνήγι. Οι νίκες τού Νικηφόρου Φωκά κατά των Σαρακηνών εξασφάλισαν σχετική γαλήνη για το Αιγαίο και την Π. Στον καιρό των Κομνηνών παρουσιάστηκε κάποια αναζωογόνηση και η Καταπολιανή αναδιοργανώθηκε. Kατά τον 2ο αι. όμως το νησί λεηλατήθηκε από τον δόγη Δομήνικο Μικέλη.
Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (1204) τα νησιά του Αιγαίου πέρασαν στην κυριαρχία των Φράγκων. Η Π. υποτάχθηκε, το 1207, από τον Μάρκο Σανούδο, ανιψιό του δόγη της Βενετίας, που είχε ιδρύσει το δουκάτο της Νάξου. Στα πρώτα κιόλας χρόνια της φραγκικής κατοχής χτίζεται το κάστρο της Παροικιάς. Για το χτίσιμό του χρησιμοποιήθηκαν τα άφθονα μάρμαρα των αρχαίων κτιρίων που υπήρχαν ολόγυρα. Η Π. έμεινε στην κατοχή του δούκα της Νάξου ως το 1389, οπότε η Φιορέντζα Σανούδου την παραχώρησε ως προίκα στην κόρη της Μαρία για τον γάμο της με τον Γάσπαρο Σωμαρίπα. Ο νέος ηγεμόνας εγκαταστάθηκε στο κάστρο του Αγίου Αντωνίου στον Κέφαλο, που έγινε και η έδρα της ηγεμονίας του. Την ίδια εποχή χτίστηκε και το Κάστρο της Νάουσας και επισκευάστηκε η Καταπολιανή. Το 1416, τον καιρό της ηγεμονίας του Ιακώβου A’ της Νάξου, οι Τούρκοι λεηλάτησαν τα νησιά και την Π. Η Αντίπαρος ερημώθηκε και η Π. με λίγους πια κάτοικους έγινε κέντρο των πειρατών. Το εμπόριο όμως των μαρμάρων και η διοίκηση του φιλοπρόοδου ηγεμόνα Κρουσίνου βοήθησαν σε κάποια βελτίωση των πραγμάτων, με αποτέλεσμα, όταν την επισκέφθηκε ο Κυριάκος από την Αγκόνα τον 15o αι., να βρει την κατάσταση αρκετά καλή. Σ’ αυτό συντελούσε και η γειτονική Νάξος, που με τον στόλο της εξασφάλιζε σχετική ησυχία και για την Πάρο.
Το 1537, τέλος, ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα υποδούλωσε την Π., αφού κυρίεψε το Κάστρο του Κεφάλου, όπου σκοτώθηκε πολεμώντας ο τελευταίος ηγεμόνας Βερνάρδος Σαγρέδος. Για ένα διάστημα τα νησιά και μαζί η Π. ανήκαν στον Εβραίο Ιωσήφ Νάζη και κατόπιν υπάγονταν στον Καπουδάν Πασά. Η παρουσία των πειρατών, που χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο τα ασφαλισμένα λιμάνια της Π., έφερε πολλά δεινά στο νησί σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Με το πρόσχημα της πάταξης της πειρατείας ο Καπουδάν πασάς Μουσταφά Καπλάν λεηλάτησε το 1666 την Παροικιά, απ’ όπου πήρε 400 σκλάβους και καταλήστεψε την Καταπολιανή. Νέες καταστροφές έγιναν λίγο αργότερα (1677), όταν ο τουρκικός στόλος, κυνηγώντας Φράγκους πειρατές, στάθμευσε στη Νάουσα. Άλλες συμφορές βρήκαν την Π. κατά τη διάρκεια των Tουρκοβενετικών πολέμων (1644-69 και 1684-99): διώξεις του καθολικού πληθυσμού, που ακολουθήθηκαν από βενετικές αντεκδικήσεις και προκάλεσαν την καταστροφή στα δάση ελιάς και στις φυτείες, σε όλη την έκταση ανάμεσα στο Τσιπίδο και στη Νάουσα. Με τους Pωσοτουρκικούς πολέμους του 1770 η Νάουσα έγινα έδρα του ρωσικού στόλου του Ορλώφ. Τη διοίκηση του νησιού στην περίοδο της τουρκοκρατίας είχαν ο βοεβόδας και δύο κοτζαμπάσηδες, ενώ στην περίοδο της ρωσικής κατοχής τέσσερις σύνδικοι και ένας καντζιλιέρης. Ο πληθυσμός του νησιού στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας αυξήθηκε. Μεγάλωσαν οι παλιοί οικισμοί της Παροικιάς και της Νάουσας και δημιουργήθηκαν νέοι, όπως ο Κώστος, οι Λεύκες, ο Δραγουλάς. Στα αμέσως πριν από την Eπανάσταση χρόνια όμως το νησί υπέφερε, όπως πολύ έντονα περιγράφουν οι κάτοικοί του σε έκθεσή τους.
Αρχαιολογία-Τέχνη. Οι έρευνες που άρχισαν από το 1963 έφεραν στο φώς στοιχεία και λείψανα που μαρτυρούν για μια σημαντική εγκατάσταση στο μικρό νησί Σάλιαγκος, στο στενό μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου, ήδη από τη νεολιθική εποχή. Ένα μεγάλο μέρος του οικισμού βρίσκεται σήμερα μέσα στη θάλασσα και από τις σχετικές έρευνες φάνηκε ότι η στάθμη του νερού ανέβηκε κατά 6 μ. τουλάχιστον από την εποχή εκείνη. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι τα σημερινά αβαθή μέρη ήταν τότε πάνω από την επιφάνεια και ένας ισθμός ένωνε την Πάρο με την Αντίπαρο, δημιουργώντας έτσι έναν ευρύχωρο και θαυμάσια προστατευμένο κόλπο. Η νεολιθική λοιπόν εγκατάσταση, που σήμερα βρίσκεται απομονωμένη πάνω στο μικρό νησί, δικαιολογείται θαυμάσια, αφού τότε θα βρισκόταν στην κορφή ενός μικρού λόφου, στον δρόμο που ένωνε τα δύο νησιά. Η όλη περιοχή εξακολούθησε να παρουσιάζει ζωντάνια και στην εποχή του χαλκού. Πρώιμη κυκλαδική εγκατάσταση βρέθηκε στη Ζουμπαριά στο Δεσποτικό. Τάφους της κυκλαδικής εποχής βρήκαν επίσης πολλούς ο J. Bent (1884) και ο Xρ. Τσούντας (1898) στη Π. και στην Αντίπαρο, και τα ευρήματά τους, αγγεία πήλινα και μαρμάρινα, οψιανοί και μαρμάρινα ειδώλια, κοσμούν σήμερα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα και το Βρετανικό Μουσείο. Τα εκτεταμένα κυκλαδικά νεκροταφεία που βρέθηκαν στην Πάρο (Γλυφά, Γαλανά Κρημνά, Παναγιά, Πύργος, Δρυός, Μνημόρια στα NA του νησιού, Άβυσσος, Επισκοπιανά. Καμάρι στα Δ), στην Αντίπαρο (κυρίως στα N, Σωρός, Πεταλίδι, Κρασά) και στο Δεσποτικό (στην κοιλάδα στο Λειβάδι και κυρίως στη θέση Ζουμπαριά) δείχνουν ότι και οι οικισμοί πρέπει να ήταν εκτεταμένοι και ακμαίοι. Οι οικισμοί αυτοί βρίσκονταν σχεδόν πάντα κοντά στη θάλασσα, αφού η εξάρτηση των πληθυσμών που τους κατοικούσαν από τη θάλασσα είναι άμεση. Οι τοίχοι των κτισμάτων στα παλιότερα χρόνια χτίζονται με μικρούς αργούς λίθους, ενώ υστερότερα είναι επιμελέστερα χτισμένοι με μικρούς πλακωτούς λίθους. Το έδαφος των δωματίων στρωνόταν με πλάκες ή πατημένο χώμα και οι τοίχοι αλείφονταν με πηλό ενισχυμένο με άχυρα. Τα ευρήματα στην Π. δεν επιβεβαιώνουν μέχρι σήμερα τις σχέσεις με τη μινωική Κρήτη που μαρτυρούν οι μύθοι.
Στους ύστερους γεωμετρικούς χρόνους η Π. αρχίζει να διακρίνεται ανάμεσα στα άλλα νησιά των Κυκλάδων. Η αύξηση του πλούτου, χάρη στην πλούσια σχετικά γη, στη θέση του νησιού και στην ανάπτυξη του εμπορίου, έφερε και πνευματική άνθηση. Πολλά από τα αγγεία που βρέθηκαν, κυρίως στους τάφους της Ρήνειας, αποδίδονται σε παριανά εργαστήρια, ενώ παριανά θεωρούνται σήμερα από πολλούς και τα άλλοτε λεγόμενα μηλιακά αγγεία. Το άφθονο μάρμαρο με την εξαιρετική του ποιότητα δεν ήταν μόνο πηγή πλούτου για το νησί, αλλά έδινε και άφθονη πρώτη ύλη στους γλύπτες. Από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. η Π. απέκτησε σημασία ως εργαστήρι γλυπτικής. Δείγματα της τέχνης της αποτελούν οι κούροι από τα ιερά της Δήλου, της Θάσου και των Δελφών. Η γλυπτική ανθεί ακόμα στη Πάρο στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. π.Χ. Από τη β’ δεκαετία είναι το περίφημο άγαλμα Νίκης που βρίσκεται σήμερα στο πολύ ενδιαφέρον τοπικό μουσείο και που ίσως στήθηκε σε ανάμνηση της νίκης τους εναντίον του Μιλτιάδη. Περίπου στα μέσα του αιώνα ανήκουν οι περίφημες επιτύμβιες στήλες του Μουσείου του Βερολίνου, με παράσταση κόρης που κρατά πυξίδα για τα κοσμήματά της, και του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, με παράσταση κόρης που κρατά περιστέρια, που και τα δύο αποδίδονται σε παριανό εργαστήρι.
Άφθονο υλικό από τα ερειπωμένα αρχαία κτίσματα της Π. χρησιμοποιήθηκε στα χριστιανικά χρόνια και αργότερα στην κατασκευή των ναών, του Κάστρου και σε άλλα κτίρια. Στο δάπεδο του αιθρίου της βασιλικής που υπήρχε στη θέση που χτίστηκε αργότερα η Καταπολιανή, βρέθηκαν δύο περίφημα ανάγλυφα της αρχαϊκής εποχής (περίπου γύρω στο 500), με παράσταση νεκροδείπνου το ένα και λέοντα που κατασπαράζει βόδι το δεύτερο, που κοσμούν σήμερα το Mουσείο της Πάρου.
Η πολιτική και οικονομική παρακμή της Πάρου, που ακολούθησε την ίδρυση της Αθηναϊκής ηγεμονίας, ανάγκασε τους Πάριους καλλιτέχνες να διασκορπιστούν στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Αθήνα αναζητώντας καλύτερη τύχη. Ο Πάριος Αγοράκριτος εργάστηκε στην Ακρόπολη μαζί με τον Φειδία, δημιουργώντας μερικά από τα πιο ευαίσθητα κομμάτια της ζωφόρου. Του ίδιου δημιουργία ήταν και το άγαλμα της Νέμεσης στον Ραμνούντα της Αττικής. Πάριος είναι και ένας άλλος διάσημος γλύπτης της αρχαιότητας, ο Σκόπας, που εργάστηκε στην Πελοπόννησο και στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, και πολλοί άλλοι λιγότερο γνωστοί γλύπτες. Πάριοι ήταν επίσης οι ζωγράφοι Αρκεσίλας και Νικάνωρ.
Κύριο κέντρο της αρχαίας Π. ήταν η ομώνυμη πόλη στη θέση της σημερινής Χώρας του νησιού, της Παροικιάς. Επιγραφές που βρέθηκαν, οι περισσότερες από τη ρωμαϊκή εποχή, αναφέρουν ότι η πόλη είχε θέατρο, στάδιο, γυμνάσιο του 3ου αι. μ.Χ. που ξαναχτίστηκε γύρω στα 300 μ.Χ., Πρυτανείο κλπ.
Λείψανα σπουδαία αρχαϊκού ναού, από τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αι., σώζονται στο ψηλότερο σημείο του λόφου του Κάστρου, στη θέση όπου χτίστηκε η μεταγενέστερη γραφική εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Σώζονται τα θεμέλια του ναού, που ήταν πρόστυλος ή εν παραστάσι και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον σχεδόν σύγχρονό του ναό που βρίσκεται πάνω στη νησίδα Παλάτια της Νάξου. Πολλά από τα διακοσμητικά στοιχεία και αρχιτεκτονικά μέλη του βρίσκονται ακόμα εντειχισμένα στον πύργο του φράγκικου κάστρου. Ο ναός αυτός πρέπει να ήταν αφιερωμένος στη θεά Αθηνά. Στις δηλιακές θεότητες, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, ήταν αφιερωμένο ένα άλλο ιερό, πάνω στην επίπεδη κορυφή, στο νοτιοδυτικό μέρος του λόφου του Ταξιάρχη, στη βόρεια πλευρά του κόλπου και ακριβώς απέναντι στο ιερό νησί των δύο θεών, τη Δήλο. Το τέμενος, πάνω στο μικρό πλάτωμα, που ήταν ιερό ήδη από τη γεωμετρική εποχή, περιβαλλόταν από τοίχο. Η είσοδος σε σχήμα μικρού προπύλου βρισκόταν στο μέσο του νότιου τοίχου του περιβόλου. Ναός εν παραστάσι αφιερωμένος στη θεά χτίστηκε στα BΔ του τεμένους, στα μέσα του αι. 6ου π.Χ. Στα A του ναού υπήρχε ο βωμός της. Ο βωμός του Απόλλωνα, λαξευμένος στον φυσικό βράχο, βρισκόταν στο κέντρο του χώρου. Λείψανα από το Ασκληπιείο της πόλης, που είχε δύο πηγές, στοές και βωμό για τον Ασκληπιό, βρέθηκαν σε πλάτωμα ΝΔ της σημερινής Παροικιάς και πάνω από αυτό βρισκόταντο ένα Πύθιο, ιερό του Πυθίου Απόλλωνα. Στον λόφο Κούναδος βρίσκονται λιγοστά λείψανα από το ιερό της Αφροδίτης (Αφροδίσιον και περίβολος «Διός Υπάτου») και χαμηλότερα το Σπήλαιο της Ειλειθυίας, της θεάς του τοκετού. Το ιερό της Μητρός πρέπει να βρισκόταν κάπου κοντά στην περιοχή του ποταμού Έλυτα.
Κοντά στην παλαιοχριστιανική βασιλική των τριών εκκλησιών θα πρέπει να βρισκόταν το Αρχιλόχειο, αφιερωμένο στον Πάριο ποιητή του 7ου αι. π.Χ., το οποίο είχε κατασκευαστεί στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. σύμφωμα με χρησμό του μαντείου των Δελφών. Οι επιγραφές αναφέρουν τέμενος και βωμούς. Κάπου κοντά στη βασιλική λοιπόν θα ήταν το μνημείο-ηρώο του ποιητή. Μεγάλο σεβασμό έτρεφαν οι Πάριοι για τη Δήμητρα. Ναός της Δήμητρας Θεσμοφόρου μνημονεύεται σε επιγραφή συνθήκης κοινοπολιτείας της Πάρου και της κρητικής πόλης Αλλαρίας. Σε αυτό το ιερό βρήκε, σύμφωνα με την παράδοση, τη θεά ο Κάβαρνος, κάτοικος της Π., και την ειδοποίησε για την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Γι’ αυτό και οι ιερείς της θεάς λέγονταν Κάβαρνοι και το νησί Καβαρνίς. Αναφέρεται ακόμα ναός των Διόσκουρων και η σχετική με αυτούς γιορτή Θεοξένια, καθώς και λατρεία Διόνυσου και γιορτή Μεγάλων Διονυσίων με αγώνες τραγωδιών. Επίσης λατρεία του Δία Βασιλιά και Ηρακλή Καλλίνικου. Παλαιότερα πίστευαν ότι ο μεγάλος ναός της Καταπολιανής είχε χτιστεί στη θέση του ιερού της Δήμητρας. Οι ανασκαφές, που έγιναν όμως στο μνημείο, έφεραν στο φως μεγάλα ψηφιδωτά με παραστάσεις από τους άθλους του Ηρακλή και άλλα λείψανα από μεγάλο κοσμικό κτίριο του 3ου-4ου αι., που πιθανόν να ταυτίζεται με το γυμνάσιο της πόλης.
Χριστιανικά και νεότερα μνημεία. Το μνημείο, που σφραγίζει τη χριστιανική περίοδο της Π. και της χαρίζει ειδικό ενδιαφέρον στην ιστορία της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής, είναι η εκκλησία της Παναγίας της Καταπολιανής (από το τοπωνύμιο Κατάπολα) ή Εκατονταπολιανής (λόγια παραλλαγή του ονόματος συνδεμένη με θρύλους για εκατό πύλες). Η Καταπολιανή είναι ένα από τα δυο τρία σημαντικότερα σωζόμενα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Ελλάδας. Η παράδοση συνδέει την ίδρυσή της με την αγία Ελένη, η οποία είχε προσορμιστεί στην Παροικιά κατά το ταξίδι της στα Ιεροσόλυμα. Ο ναός της Καταπολιανής, που αναστηλώθηκε στην αρχική του μορφή του σταυρικού ναού με τρούλο στηριγμένο σε 4 μεγάλους πεσσούς, χτίστηκε τον 6o αι. από τον αρχιτέκτονα Ιγνάτιο ίσως, ο οποίος, κατά την παράδοση, είχε συνεργαστεί με τους αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης, Ανθέμιο και Ισίδωρο. Στην ίδια θέση όμως υπήρχε παλαιότερος ναός του 4ου αι. Σε πιο πρόσφατες ανασκαφές βρέθηκε το τετράγωνο αίθριο του ναού του 4ου αι. Στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου πρέπει να χτίστηκε και το βαπτιστήριο, που είναι προσκολλημένο στη νοτιοανατολική πλευρά του μεγάλου ναού.
Μεγάλες προσθήκες εσωτερικές και εξωτερικές και ανακατασκευές ολόκληρων τμημάτων, που έγιναν κατά καιρούς εξαιτίας των ζημιών που προκαλούσαν οι σεισμοί, είχαν αλλοιώσει ριζικά την αρχική μορφή του ναού, για να του δώσουν, χάρη στην ευαισθησία των Παριανών μαστόρων, τη γραφική όψη της κυκλαδίτικης εκκλησιάς με τα χαρακτηριστικά πολλά καμπαναριά. Την αρχική μορφή στον ναό και στο βαπτιστήριο (που από την εποχή του Ιουστινιανού είχε γίνει τρουλαία εκκλησία, μετά την εισαγωγή του θεσμού του νηπιοβαπτισμού) έδωσαν οι εργασίες αναπαλαίωσης (1959-65) του καθηγητή Ορλάνδου. Έτσι, ο ναός ξαναβρήκε τον ευρύ, μεγαλοπρεπή και δοξολογικό εσωτερικό χώρο της ιουστινιάνειας τέχνης. Η διακόσμησή του ήταν ανεικονική. Ορθομαρμάρωση στους επίπεδους τοίχους και εναλλαγή πώρινων δόμων διαφόρων χρωμάτων στους θόλους και στον τρούλο, που πιθανότατα ήταν ανεπίχριστοι (οι λιγοστές τοιχογραφίες που σώζονται στο ιερό, στα λοφία του τρούλου κ.α. είναι μεταβυζαντινές). Στο ιερό σώζεται το ιδιαίτερα ενδιαφέρον σύνθρονο, που έχει μορφή μικρού αμφιθεάτρου, και το κιβώριο, πάνω από την αγία τράπεζα. Στο βαπτιστήριο διατηρείται η σταυρόσχημη αρχική κολυμβήθρα.
Άλλη μια παλαιοχριστιανική χρονολογούμενη στον 6o αι. έχει ανασκαφεί στη θέση Τρεις Εκκλησιές, στο δρόμο Παροικιάς - Νάουσας. Από την κυρίως βυζαντινή περίοδο ελάχιστα μνημεία σώζονται στην Π. Μια μισογκρεμισμένη μικρή εκκλησιά στη θέση Πρωτοπορία (κοντά στη Νάουσα), από την οποία αποτοιχίστηκαν οι τοιχογραφίες της κόγχης του διακονικού (1969), που πιθανώς χρονολογούνται στον 12o-13o αιώνα. Στον Άγιο Γεώργιο τον Θαλασσίτη, κοντά στο χωριό Τσιμπιδό, διατηρείται σημαντικό μέρος της τοιχογραφικής διακόσμησης, πιθανότατα του 14ου αι.
Από την εποχή της φραγκοκρατίας στην Παροικιά μένει το κάστρο, το οποίο στο σύνολό του σχεδόν έχει συναρμολογηθεί από αρχιτεκτονικά μέλη και δόμους αρχαίων κτιρίων. Κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο ιδιαίτερη οικοδομική άνθηση παρουσιάζεται τον 17o αι., κυρίως σε ναούς και μοναστήρια, ίσως εξαιτίας των προνομίων που είχε δώσει στην Eκκλησία ο σουλτάνος Μουράτ Γ’. Από τα 35 μοναστήρια της περιόδου, δύο λειτουργούν ακόμα. Ιδιαίτερη ακτινοβολία έχει η μονή της Λογγοβάρδας, που ιδρύθηκε το 1638, πιθανότατα στα ερείπια παλαιότερης μονής. Σαράντα εκκλησίες, όλες θολοσκέπαστες, χωρίς κεραμίδια, σώζονται μόνο στην Παροικιά, με αρχαιότερη πιθανότατα χρονολογημένη την Παναγία του Σταυρού, του 1514, ενώ ο Άγιος Κωνσταντίνος στο Κάστρο, με την ανοιχτή στοά προς τη θάλασσα, είναι η κομψότερη εκκλησία της μεταβυζαντινής Πάρου.
Από τα μη εκκλησιαστικά μνημεία ξεχωρίζουν ορισμένα αρχοντικά, όπως το σπίτι της Μαντώς Μαυρογένους, του Θεοχαρίδη, με τα ωραία γλυπτά παράθυρα, καθώς και οι τρεις κρήνες που πρόσφερε στην πατρίδα του ο Παριανός ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Νικόλαος Μαυρογένης το 1777.
Αρχαίο λατομείο μαρμάρου στην Πάρο.
Ο μικρός ναός του Αγίου Κωνσταντίνου,στο ψηλότερο σημείο του λόφου του κάστρου στη Παροικιά, χτισμένος στα θεμέλια αρχαίου ναού.
Ο ναός της Παναγίας Εκατονταπυλιανής στη Παροικιά στης Πάρου (φωτ. ΑΠΕ).
Άγαλμα κούρου, εξαίρετο έργο παριανής τέχνης, που χρονολογείται στα μέσα του 6oυ π.Χ. αιώνα. (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου).
Λατομεία μαρμάρου στη θέση «Μαράθι».
Άγαλμα κόρης, χαρακτηριστικό έργο του παριανού εργαστηρίου γλυπτικής (Δήλος, Αρχαιολογικό Μουσείο).
Εξαιρετικής τέχνης αρχαϊκό κιονόκρανο από επιτύμβιο μνημείο του μεγάλου ποιητή Αρχίλογου από την Πάρο (7ος αι.π.χ). Ηεπιγραφή είναι του 4ου αι. π.χ (Πάρος, Αρχαιολογικό Μουσείο).
Πύργος του Κάστρου: για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε υλικό από τα μαρμάρινα κτίρια της αρχαίας πόλης.
Δρόμος της παροικίας.
Βράχος με ιδιότυπο σχηματισμό, χαρακτηριστικό της παραλίας Κολυμπήθρες της Πάρου.
Ο λόφος του Δηλίου που συνδέεται άμεσα με την ιστορία της Πάρου.
Γενική άποψη της παραλίας Κολυμπήθρες στη Πάρο (φωτ.ΑΠΕ).
Γενική άποψη της Πάρου.
Γραφικό δρομάκι σε χωριό της Πάρου με τα κατάλευκα κυκλαδίτικα σπίτια του.
Άποψη της Νάουσας, του σημαντικότερου σήμερα τουριστικού σημείου της Πάρου.
* * *(I)Α(ως μόριο) (κατά το λέξ. Σούδα) «πάρος, χρονικῶς καὶ τοπικῶς ἀντὶ τοῡ ἔμπροσθεν»I. (ως επίρρ.)1. (με οποιονδήποτε χρόνο εκτός τού ενεστ. και παρακμ. οριστ.) άλλοτε, προηγουμένως, πρωτύτερα («οὐ γὰρ ἐμὴ ἲς ἔσθ οἵη πάρος» — δεν έχω πια την δύναμη που είχα άλλοτε, Ομ. Ιλ.)2. (με ενεστ. και παρακμ. οριστ.) ανέκαθεν, απαρχής ώς τώρα («οἷος πάρος εὔχεαι εἶναι» — όπως από πάντα καυχιέσαι ότι είσαι, Ομ. Ιλ.)3. (ενάρθρως) προηγουμένως (α. θεοῑς τοῑς πάρος» — στους προηγούμενους θεούς, στους θεούς που κυριαρχούσαν προηγουμένως, Αισχύλ. β. «τὴν τῷ πάρος χρόνῳ», Σοφ.)4. πριν από τον χρόνο που πρέπει, πρόωρα («τί πάρος λαβρεύεαι», Ομ. Ιλ.)5. τοπ. μπροστά («σοὶ βαδιστέον πάρος» — εσύ πρέπει να προχωρείς μπροστά)II. (ως σύνδ.) πριν, προτού («ἔνθα με κῡμ' ἀπόερσε πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι» — προτού γίνουν αυτά, Ομ. Ιλ.)III. (ως πρόθ. με γεν.)1. μπροστά σε κάποιον, ενώπιον κάποιου («εὔξατο Τυδείδαο πάρος σχέμεν ἵππους» — υποσχέθηκε ενώπιον τού Διομήδη να πάρουμε τα ἄλογα, Ομ. Ιλ.)2. προηγουμένως, πρωτύτερα («θανεῑν σε... πάρος τέκνων» — να πεθάνεις πριν από τα παιδιά, Ευρ.)3. περισσότερο («πάρος τοὐμοῡ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα» — προτίμησαν την εξουσία περισσότερο απ' την αγάπη μου, Σοφ.)4. αντί για άλλον, στη θέση άλλου («ἀδελφῶν πάρος θανεῑν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παρος ανάγεται στον ΙΕ τ. *po°ros (πρβλ. παρά, πέρα, πριν, προ, προς) και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. purah «προ, πριν», purā «προηγουμένως, πριν», αβεστ. parō «προ, μπροστά, πιο γρήγορα». Ο αναβιβασμός τού τόνου στον ελληνικό τ. οφείλεται πιθ. στην χρήση του ως προθέσεως με αναστροφή].————————(II)τὸ, Α(αιολ. τ.) βλ. πῆρος.————————(III)ογένος μικρόσωμων ευκίνητων ωδικών πτηνών τής οικογένειας παρίδες, πολλά είδη τού οποίου είναι γνωστά με τη γενική κοινή ονομασία παπαδίτσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. parus < λατ. parus «είδος πτηνού, αιγίθαλος»].
Dictionary of Greek. 2013.